αναποχώριστος

αναποχώριστος
η , ο [ος , ον ] неотделимый, неразрывный; неразлучный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναποχώριστος" в других словарях:

  • αναποχώριστος — η, ο αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποχωριστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποχωρίζω. Η λ. μαρτυρείται στον δημοσιογράφο και ιστορικό Ιωάννη Φιλήμονα (1798 1874)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»